Το χωριό ήταν χτισμένο με ιδιόμορφο τρόπο. Όλα τα σπίτια ήταν χτισμένα γύρω από την πλατεία κολλημένα μεταξύ τους έτσι ώστε να σχηματίζουν προς τα έξω ένα τείχος χωρίς πόρτες. Σ’ όλο τον οικισμό υπήρχαν δυο πύλες, μια προς Ανατολάς και μια προς Δυσμάς. Μέσα στην πλατεία μαζεύονταν κάθε βράδυ όλα τα μεγάλα ζώα του χωριού που έβοσκαν στα λιβάδια και έπειτα οι πύλες έκλειναν.
Πολλά οικόπεδα ήταν μακρόστενα. Πόρτες (καπιτζίκια) ανοίχτηκαν στον έξω τοίχο των σπιτιών τη διετία 1916-18 από τους Άγγλους που εγκαταστάθηκαν στο χωριό λόγω του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, αφού πρώτα ανάγκασαν τους κατοίκους να καταφύγουν σε χωριά του όρους Βερτίσκου.
Οι πρόσφυγες που άρχισαν να έρχονται από το 1912 εγκαταστάθηκαν στο γυφτομαχαλά, ΒΔ του χωριού, που εγκαταλείφτηκε από τους πρώτους 14 κατοίκους του. Άλλοι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στα τουρκοχώρια Κοπάτς-
ντερε και Τζουμά-μαχαλά.
Το 1930 το κράτος επεκτείνει το πολεοδομικό σχέδιο του χωριού ΝΔ μέχρι το ύψωμα Μανιούσι και χαράσσει νέους μοντέρνους δρόμους. Όσα απ’ τα νέα οικόπεδα είναι κοινόχρηστα τα διανέμει σε ακτήμονες του χωριού και
δυο τετράγωνα σε πρόσφυγες. Σε 13 οικόπεδα χτίζονται μικρά σπίτια για πρόσφυγες.
Το 1959 γίνεται επέκταση του σχεδίου προς τα Β του χωριού, όπου υπήρχε μεράς (λιβάδι) και δίνονται οικόπεδα σε δικαιούχους.
Το 1990 γίνεται νέα επέκταση του σχεδίου που περιελάμβανε ιδιοκτησίες και κοινόχρηστα οικόπεδα που χορηγήθηκαν σε νέους δικαιούχους.